- εἰρεσίαν
- εἰρεσίᾱν , εἰρεσίαrowingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοζυγώ — ὁμοζυγῶ, έω (Α) [ομόζυγος] (για υποζύγια 1. βρίσκομαι κάτω από τον ίδιο ζυγό 2. φρ. «τὴν εἰρεσίαν ὁμοζυγῶ» κινώ ταυτοχρόνως τα κουπιά (Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek